Στη Θεσσαλονίκη, που πήγα να σπουδάσω αλλά, τελικά,
πτυχίο δεν πήρα, μπορώ να πω πως πέρασα τα δέκα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.
Ήταν ο τόπος, ήσαν οι άνθρωποι, ήταν που ήμουν νέος; Μάλλον ήσαν όλα αυτά μαζί.
Οι παρέες μου εκεί ήσαν κατά κύριο λόγο ντόπια παιδιά,
κάτι που με βοήθησε να ενσωματωθώ εύκολα στην πόλη και τη νοοτροπία της και απ’
αυτές έμειναν και διατηρήθηκαν δυνατές φιλίες.
Μια εποχή, από τα τέλη της δεκαετίας του 70 μέχρι το 1981, κολλητός
μου ήταν ο Μάκης, μικρότερός μου στην ηλικία. Ήμαστε ένα οπτικά παράξενο δίδυμο. Εγώ ψηλός,
στο 1.90 και γύρω στα 90 κιλά, ο Μάκης κάπου στο 1.75 και 120 κιλά.
Την πόλη την αλωνίζαμε, κυριολεκτικά, με τα πόδια. Από το
Βαρδάρη μέχρι την Λεωφόρο Στρατού.
Εδώ θα πρέπει να τονίσω πως πέραν των άλλων κοινών, που μας έδεναν ως φίλους,
μας ένωνε και η αγάπη για την καλή μπουγάτσα κρέμα.
Έτσι, μια μέρα που βρισκόμαστε κοντά στην Καμάρα, ο Μάκης
ρίχνει την πρόταση:
-Πάμε για μπουγάτσα στο «Καράκιοϊ», που δεν έχουμε ξαναπάει;
Χωρίς άλλη κουβέντα, κατευθυνθήκαμε προς το ιστορικό
μπουγατσάδικο. Ο Μάκης μπροστά, με ανοιχτό διασκελισμό, κι εγώ να ακολουθώ κατά
πόδας.
Με το που περνάμε την πόρτα, ακούω τον ιδιοκτήτη, ο
οποίος ήταν στο μπόι μου αλλά είχε τον… κυβισμό του Μάκη, να του λέει:
-Παιδί μου, πώς είσαι έτσι;
Κόκκαλο ο Μάκης, μένει με το βήμα μετέωρο.
-Αδενοπάθεια έχεις! Μαζί να πάμε στο ΠΙΚΠΑ* να κοιταχτούμε!
Ο Μάκης κόκκινος, εγώ να χτυπιέμαι, πιάνουμε ένα τραπέζι.
-Τι να σας φέρω;
Και ο Μάκης, φαινομενικά ατάραχος, αν και από μέσα του
έβραζε:
-Από δυο κρέμες (σ.σ. μπουγάτσα) κι από ένα κακάο στον
καθένα.
-Είδες, που στο είπα;
Φάγαμε τις μπουγάτσες μας - εξαιρετικές - , ήπιαμε και το κακάο, χωρίς πολλές
κουβέντες, και φύγαμε.
Όταν, κάποια φορά, αποπειράθηκα να του προτείνω να ξαναπάμε
για μπουγάτσα στο «Καράκιοϊ», με αποπήρε:
-Τι λες, για να με ξανακοροϊδεύει ο χοντρός;….
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου