Επάγγελμα, τελευταίο: Σερβιτόρος σε καφέ του Σιάτλ, Πολιτεία Ουάσιγκτον, Βορειοδυτικές ΗΠΑ, σύνορα με Καναδά, Ειρηνικός. Το πώς βρέθηκε εκεί; Μεγάλη ιστορία και μια ταινία: «Μόνος στο Σιάτλ».
Για να πάμε λίγο πιο πίσω την ιστορία, αυτός για το
Σικάγο ξεκίνησε, να βρει τον αδερφό της μάνας του, που ήταν μπίζνεσμαν, «πιασμένος»
καλά, ιδιοκτήτης τριών εστιατορίων και μιας κάβας με ποτά στα «μαύρικα», όπως
ήταν αποκαλούσανε τη συνοικία των μαύρων. Από Ουάσιγκτον, το μόνο που είχε
ακουστά μέχρι τότε ήταν η πρωτεύουσα. Περί Πολιτείας δεν γνώριζε. Το Σιάτλ το
ήξερε. Είχε δει την ταινία…
Στο Σικάγο έφτασε με πρόσκληση του θείου Στέλιου, που τον
βόλεψε σερβιτόρο σε ένα από τα μαγαζιά του, παραχωρώντας του και ένα απάρτμεντ
να μένει. Καλός ήτανε ο θείος απ’ το Σικάγο, χωρίς πολλές διαχυτικότητες,
βέβαια – άλλωστε είχε να τον δει από 5 χρονών, την τελευταία φορά που κατέβηκε
στο χωριό. Ούτε που τον θυμότανε αλλά είπαμε, παιδί της αδερφής του, με
προϋπηρεσία σε πατσατζίδικο, του έκανε για την δουλειά του. Είχε πάρει και
καλές πληροφορίες για το άτομό του.
Δεν γνώριζε, όμως, κάτι βασικό, που οδήγησε και στη
σύντομη λήξη της εργασιακής τους σχέσης. Αυτό που ήτανε και ο λόγος της
ξαφνικής επιθυμίας του να μεταναστεύσει σε τέτοια ηλικία. Ο Κωστάκης, ο Γκας,
που τον φωνάζανε, πλέον, είχε ευαίσθητο έντερο, ανεξέλεγκτο στους… εξαερισμούς
του. Γι’ αυτό και στην πατρίδα δεν τον φωνάζανε με το όνομά του αλλά ήταν
γνωστός με το παρατσούκλι «Πορδαλαριάς»! Άντε μετά να σταθείς στην κοινωνία, να
κάνεις οικογένεια και να προκόψεις με τέτοιο όνομα. Πήρε κι αυτός των ομματιών
του και αναζήτησε την τύχη του στα μακρινά τα ξένα.
Και το παράδοξο στην περίπτωσή του ήταν πως δεν είχε
γίνει αντιληπτό το κουσούρι του στο πατσατζίδικο, όπου δούλευε τα απογεύματα,
πλένοντας τις πατσές αλλά στην δεύτερη δουλειά, που έπιανε μόλις έφευγε από
‘κει, έχοντας καταναλώσει ήδη δυο πιάτα με πατσά. Κι αυτό είχε συμβεί πολλά
χρόνια πριν, όταν έκανε όνειρα να φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα για να μπορέσει
κάποια στιγμή να νοικοκυρευτεί.
Είχε βρει δουλειά τότε σαν βραδινός ηχολήπτης σε
ραδιοφωνικό σταθμό, από τις δέκα το βράδυ μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Από
τις έντεκα και για δύο ώρες έπαιζε μουσική μόνος του. Ήταν ή ώρα που
επενεργούσαν τα δύο πιάτα με τον πατσά… Την πρώτη μέρα, που η πρωινή
ηχολήπτρια, η Πιπίνα, άνοιξε την πόρτα, βρέθηκε αντιμέτωπη με μιαν απίστευτη
αποφορά που εξέπεμπε ο αέρας μέσα από το κλειστό στούντιο. Σοκαρισμένη
πετάχτηκε έξω να ανασάνει και ξεκίνησε με εικοσάλεπτη καθυστέρηση το πρόγραμμά
της, αφού άνοιξε πόρτες και παράθυρα για να αεριστεί ο χώρος. Στην αλλαγή της
βάρδιας με τον Βαγγέλη, τον και «Τερλέγκα» αποκαλούμενο – λόγω μουσικών προτιμήσεων
– αναφέρθηκε στην πρωινή λαχτάρα της. Και ο Βαγγέλης δεν ήθελε πολύ, του
κόλλησε το πρώτο παρατσούκλι «ο Κωστάκης ο… κλασιέ». Αυτός ήτανε ευγενικός,
καθότι ακολούθησε άλλος ηχολήπτης, ο Αντώνης, που αγενώς επαύξησε:
«Ποιος, κλασιέ ρε, πέστε ο πορδαλάς να είσαστε μέσα!»
Αυτό κυκλοφόρησε και ο κόσμος της επαρχίας που βγάζει
εύκολα κακίες και κολλάει παρατσούκλια, το πήγε παραπέρα. Ο Κώστας έγινε πλέον
γνωστός ως… Πορδαλαριάς! Άντε μετά να περπατήσεις στην κοινωνία και να
προκόψεις με τέτοιο χαρακτηρισμό. Στην αρχή προσπάθησε ο φουκαράς να τον
αγνοήσει αλλά τα χρόνια πέρναγαν και αυτός, την κρίσιμη στιγμή, τον εύρισκε
μπροστά του. «Ποιος σου άρεσε κορίτσι μου; Ο Κωστάκης ο Πορδαλαριάς;» Πάει,
χάλαγε το αίσθημα. Έτσι, αφού είδε και απόκαμε πως… παραβρώμισε το πράγμα,
έψαξε να βρει τον μπάρμπα του, πριν τον πάρουνε κι άλλο τα χρόνια.
Στο εστιατόριο, στο Σικάγο, έμπαινε καλός κόσμος. Ο
Κώστας, σερβιτόρος πλέον, δούλευε φιλότιμα και ήταν αγαπητός. Τον πατσά του τον
έτρωγε αλλά κοίταγε να είναι βράδυ αργά, αφού σχόλαγε. Μόνο που εκείνη τη νύχτα
είχανε τραπέζι γερουσιαστή με την συνοδεία του και του ζήτησαν να βοηθήσει
υπερωρία. Αφού είχε… φάει και χώνευε.
Την άλλη μέρα, συνειδητοποιώντας τη μοίρα του, θυμήθηκε
την ταινία. Και έφυγε μόνος για το Σιάτλ, όπου αναζήτησε δουλειά σε καφέ,
πρωινός…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου