Το χωριό μου, εδώ που μένω, μπορεί να είναι από τα μεγάλα του Αργολικού κάμπου, όμως έχει μια ιδιαιτερότητα που σπάνια συναντιέται αλλού. Τα σπίτια, τα περισσότερα, βρίσκονται διάσπαρτα, χτισμένα μέσα στις αγροτικές ιδιοκτησίες, σχηματίζοντας έτσι μικρές γειτονιές, κατοικούμενες, συνήθως, από συγγενείς.
Στην δικιά μου γειτονιά έμεναν δυο αδέρφια του πατέρα μου, ο Σαράντος και ο Κυριάκος και δύο δεύτερα ξαδέρφια του, ο Μίμης και ο Ανδρέας. Σε μια κάποια απόσταση, περί τα τετρακόσια μέτρα, σε μιαν άλλη γειτονιά ,ήταν το σπίτι του μπάρμπα Θοδωρή, του πιο αγαπημένου μου από τ’ αδέρφια του πατέρα. Αυτός έμενε στα πατρικά τους – θυμάμαι σαν όνειρο τον ψηλό πατρογονικό πύργο, που γκρεμίστηκε όταν ήμουν μικρός.
Στην γειτονιά μας, δεν υπήρχαν άλλα παιδιά ούτε συνομήλικα ούτε μικρότερα και εγώ δεν πήγαινα σχολείο στο χωριό ώστε να γνωρίσω παιδιά από άλλες γειτονιές και να κάνω παρέα. Οι φίλοι μου μένανε στα Γεφύρια του Άργους, όπου και το 4ο Δημοτικό, που πήγαινα σχολείο, μια που η μάνα μου ήταν εκεί δασκάλα.
Έτσι, όταν έρχονταν οι Γιορτές, κινούσα μόνος να πω τα κάλαντα και μόνο στα σπίτια των μπαρμπάδων μου, καθότι δεν γνώριζα να κινηθώ στο χωριό. Σε τέσσερα σπίτια πήγαινα αλλά γύριζα ματσωμένος, με 35 δραχμές μπαξίσι (το εικοσάρικο γυαλιστερό από τον μπάρμπα Θοδωρή)… Ήταν χρήμα που έβγαινε γρήγορα, χωρίς ιδρώτα και αντιστοιχούσε σε ένα μεροκάματο της εποχής.
Αυτά άκουγε να συζητάω, κοντά στα Χριστούγεννα του 1963, η αδερφή μου, τέσσερα χρόνια (και κάτι ψιλά) μικρότερη, καθώς πλησίαζε να κλείσει τα… τρία της και μου φορτώθηκε να την πάρω μαζί. Ειρήσθω εν παρόδω, πως μεγαλώνοντας, καμιά άλλη φορά στη ζωή της δεν κινήθηκε με οικονομικά κίνητρα…
Πριν κλείσουν τα σχολεία για διακοπές, ο φίλος μου ο Βασίλης – καλή του ώρα – αστειευόμενος, μου απάγγελε ένα σατιρικό τετράστιχο:
Κάλαντα τα κάλαντα,
φούσκωσ’ η κοιλιά μου.
Δώστε μου το τάλαρο,
να πάω στη δουλεία μου.
Όταν, λοιπόν, μου ζήτησε η μικρή να της μάθω τα κάλαντα, της έμαθα το παραπάνω τετράστιχο…
Ξημέρωσε παραμονή Χριστουγέννων και η αδερφή μου δεν κρατιόταν. Ξυπνώντας πρώτη, έσπευσε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου και σκαρφάλωσε στο κρεβάτι τους, ανακοινώνοντας:
«Θα πάω κι εγώ να πω τα κάλαντα!»
«Μα δεν τα ξέρεις!» την αποπήρε η μητέρα μας.
«Τα ξέρω!»
«Πέσ’ τα!»
Και με αυτοπεποίθηση άρχισε να απαγγέλει:
Κάλαντα τα κάλαντα,
φούσκωσ’ η κοιλιά μου.
Δώστε μου το τάλαρο,
να πάω στη δουλεία μου.
Ακόμα θυμάμαι την εικόνα, που η μάνα μου είχε δακρύσει από τα γέλια. Και αφού συνήλθε από το πρωινό σοκ, προσπάθησε και της έμαθε από τα κανονικά κάλαντα την πρώτη στροφή, μέχρι «τ’ αρχοντικό σας»…
Και έτσι, εγώ μπροστά και η Ελίνα καταπόδι, ξαμολυθήκαμε να πούμε τα κάλαντα στους θείους…
Υ.Γ. Αυτές τις γραμμές τις έγραψα σήμερα στο παιδικό μας δωμάτιο, καθισμένος στο σημείο όπου βρισκόταν τότε το κρεβάτι της.
Η φωτογραφία είναι εκείνης της εποχής, από εκδρομή του 4ου Δημοτικού Άργους στο σχολείο του Ανυφιού (αν θυμάμαι καλά...)
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου