Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Η ψηλή ξανθιά γαλανομάτα με το κόκκινο Polo…

Ο φίλος μου ο Βασίλης, μετά από έκλυτον βίον, όπου άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, αποφάσισε, επιτέλους, πλησιάζοντας τα 50, να έλθει εις γάμου κοινωνίαν, για να αφήσει απογόνους, μη και χαθεί το είδος…

Θεσσαλονικιός τύποις, Πωγωνήσιος στην ουσία, όρισε τον γάμο του να γίνει, τέλη Μαΐου το 2006, στο χωριό του, στο Βασιλικό (Τσαραπλανά) Ιωαννίνων. Μεγάλος ο αριθμός των προσκεκλημένων, ανάμεσά τους κι εγώ. Για την διαμονή, μάς έκλεισε δωμάτια σε ξενοδοχείο, λίγο πιο έξω από την Κόνιτσα, μια ανάσα από το γεφύρι του Βοϊδομάτη, σε ένα περιβάλλον υποβλητικό.

Στο δίκλινο δωμάτιο, όπου θα έμενα, είχα δίπλα μου τον Στέφανο, φίλο κι αυτόν από τα παλιά, λάτρη της φυσικής ζωής, των αναρριχήσεων και των δημοτικών ασμάτων. Καλό παιδί, φιλότιμο, λίγο ακοινώνητο και καταφανώς στερημένο φυσιολογικής σεξουαλικής ζωής. Τι παιδί, δηλαδή, που πλησίαζε να πενηνταρίσει…

Χαρακτηριστικά, σε ερώτησή μου, καθώς αναπαυόμαστε, για το πώς την «βγάζει» σεξουαλικώς, πήρα την θολή απάντηση:

«Με ερωτική… γιόγκα!»

Υποψιάστηκα χειρωνακτική κατάχρηση αλλά δεν σχολίασα…

Κινήσαμε το απόγευμα για το Βασιλικό, ντύσαμε και ξεπροβοδίσαμε το γαμπρό και όλα πήραν τον δρόμο τους «δόξη και τιμή»…

Στην μεγάλη αυλή του πατρικού σπιτιού, στήθηκε μετά το μυστήριο, το γλέντι. Οι οργανοπαίκτες, Βορειοηπειρώτες Βλάχοι, κράτησαν το γλέντι και το κέφι σε ψηλά επίπεδα και ο χορός τράβηξε μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα. Του δώσαμε και κατάλαβε! Και φυσικά, πρώτος απ’ όλους ο Στέφανος.

Κάποτε ήρθε η ώρα να το σχολάσουμε, καθότι είχαν υποχρεώσεις και οι νεόνυμφοι… Έτσι μας είπαν, λόγος δεν μας έπεφτε.

Στο δρόμο για την επιστροφή στο ξενοδοχείο, ψάχνοντας το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, έπεσα επάνω σε έναν σταθμό που έπαιζε δημοτικά. Επέστρεψα τραγουδώντας την «Βησσανιώτισσα».

Καθώς πάρκαρα το αυτοκίνητο πίσω από το ξενοδοχείο, είδα να καταφτάνει και να παρκάρει δίπλα μου και ο Στέφανος.

«Στέφανε» του φώναξα, «άκου τι ακούω. Βάλε ν’ ακούσεις».

Ενθουσιασμένος, αυτός, έπιασε τον σταθμό, άνοιξε την ένταση και άρχισε να τραγουδά και να το φέρνει γυροβολιά, σαν να μην του είχε φτάσει τόσες ώρες χορός στο γάμο.

Τον άφησα και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του ξενοδοχείου, όπου έπεσα επάνω στον Χρήστο τον «πονηρό», τον Στελάκη από την Φλώρινα και την Μαρία τη Σαλονικιά. Εκεί, στην πορεία του γενικότερου κοινωνικού σχολιασμού για τα όσα είχαμε ζήσει κατά την διάρκεια του γάμου και του γαμήλιου τραπεζιού, στο φινάλε πιάσαμε στο στόμα μας και τον Στέφανο. Τους ανέφερα τα περί «ερωτικής γιόγκα» και της προφανούς παρατεταμένης σεξουαλικής ανυδρίας από μέρους του και κάπου εκεί συνδιαμορφώθηκε η ιδέα γι’ αυτό που επακολούθησε.

Γνωρίζοντας ότι βρισκόταν ακόμα εκεί έξω, ακούγοντας δημοτικά στο αυτοκίνητο, μπήκε σε ενέργεια το σχέδιο «μεταμεσονύκτιο ραντεβού στον Βοϊδομάτη», το οποίο ανέλαβε να υλοποιήσει η Μαρία, παίρνοντάς τον στο κινητό.

«Κτυπάει αλλά δεν απαντάει» μας ενημέρωσε, προβληματισμένη.

Κατάλαβα τι συνέβαινε και έσπευσα να τον βρω. Η εικόνα ήταν σαν βγαλμένη από ταινία του ιταλικού νεορεαλιστικού σινεμά (με εξαίρεση τα δημοτικά, φυσικά). Το ραδιόφωνο έπαιζε στην διαπασών και ο Στέφανος, που είχε για στήριγμα την ανοιγμένη πόρτα του οδηγού, έκανε φιγούρες και ψαλίδια στον αέρα, σφυρίζοντας και αφήνοντας επιφωνήματα.

«Στέφανεεεε, ε Στέφανε!» του φώναξα.

Τίποτα αυτός, πού να με ακούσει (κι εμείς που περιμέναμε ν’ ακούσει το… κινητό). Με άκουσε, επιτέλους, σαν τον πλησίασα στο δύο μέτρα.

«Τι χαλεύ’ς;»

Να διευκρινίσω, πως παρόλο που ήταν «γέννημα – θρέμμα» της ευρύτερης περιοχής των Σερρών, για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, τού είχε «κάτσει» η πεποίθηση πως η απώτερη καταγωγή του ήταν από τα… Άγραφα και συνεπακόλουθα θεωρούσε πως όφειλε να χρησιμοποιεί το ιδίωμα της περιοχής…

«Κλείστο το ρημάδι ρε Στέφανε, διαμαρτύρονται από το ξενοδοχείο!»

Παραμύθι, δηλαδή, καθότι στο ξενοδοχείο είμαστε εμείς κι εμείς αλλά πώς αλλιώς θα άκουγε την κλήση στο κινητό;

Και πράγματι, καθώς, με βαριά καρδιά έκλεινε το ραδιόφωνο, ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου. Η Μαρία, ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες.

«Ποιος σε παίρνει τέτοιαν ώρα, Στέφανε;» ρώτησα στα χαζά.

«Δεν σ’ ινδιαφέρ’» μου απάντησε και μπήκε στο αυτοκίνητο, κλείνοντας την πόρτα, για να μην τον ακούσω….

Από την άλλη μεριά του ακουστικού είχε ξεκινήσει η «μηχανή»:

«Γειά σου Στέφανε» (φωνή βραχνή, παθιάρα)

«Γειά σ’ κι σένα» (φωνή γεμάτη απορία)

«Με θυμάσαι;»

«Πούθε να σι θυμούμ’;»

«Είμαι η ψηλή ξανθιά, η γαλανομάτα (μαυροτσούκαλο ήταν), που σε κοίταζα όλη την ώρα στο γάμο!»

«Δε σι πρόσεξ’»

«Έλα βρε Στέφανε. Δεν με θυμάσαι, που έφυγα με το κόκκινο Polo

«Ουόχι!»

«Κι εγώ που ήθελα να σε γνωρίσω…»

«Να γνωριστούμ’, μάνα μ’, να γνωριστούμ’!»

«Έλα, τότε, να συναντηθούμε στο γεφύρι του Βοϊδομάτη. Να σου εξηγήσω όλα τα ανεξήγητα. Διακόσια μέτρα είναι από εδώ!»

Το ραντεβού έκλεισε χωρίς δεύτερη κουβέντα, για μετά από ένα τέταρτο. Εμείς είχαμε ήδη μπει στο ξενοδοχείο και τον προσμέναμε.

Στην είσοδο φάνηκε ο Στέφανος, που έσπευδε προς το δωμάτιό του.

Ο Χρήστος δεν κρατήθηκε και τον ρώτησε:

«Πού πας Στέφανε;»

«Δεν σ’ ενδιαφέρ’ πονηρέ!»

Τον ακολούθησα στο δωμάτιο, όπου τον βρήκα να πλένει τα δόντια του.

«Θα πέσουμε να κοιμηθούμε;»

«Ουόχ’ έχου μια δουλειά!»

«Με κείνον το φίλο σου που έχει τα άλογα, εδώ παρακάτω; Που τον ανέφερες το απόγευμα;» συνέχισα στο χαζό εγώ.

«Δεν σ’ ενδιαφέρ’!»

«Καλά Στέφανε, ό,τι πεις» δεν επέμεινα. Τον άφησα να ολοκληρώσει την στοματική του υγιεινή και κατέβηκα στους άλλους για αναφορά.

Καθισμένοι σε έναν καναπέ στην ρεσεψιόν, τον είδαμε να κατεβαίνει δυο – δυο τις σκάλες και να χάνεται μέσ’ στη νύχτα. Ήταν, γύρω στις τέσσερις το πρωί…

Βρισκόμαστε στην ίδια θέση καθώς επέστρεφε σαράντα λεπτά μετά. Το βλέμμα του γυάλιζε.

«Μην κάνετε καμιά μαλακία και μας καταλάβει, γιατί θα μας σκοτώσει στο ξύλο!» τους προειδοποίησα… Κιχ εμείς!

Σάββατο έγινε ο γάμος, την Δευτέρα με πήρε από την Θεσσαλονίκη ο Βασίλης:

«Έλα, η ψηλή ξανθιά γαλανομάτα με το κόκκινο Polo; Με πήρε πρωί - πρωί ο Στέφανος και με έχει «φάει» να μάθει ποια… είσαι!»

Το πράγμα δεν είχε συνέχεια… Αν και στα βαφτίσια του πρώτου γιού του Βασίλη, μετά από δυο χρόνια, που έγιναν πάλι στο Βασιλικό, είχαμε πάρει μαζί μια ψηλή ξανθιά γαλανομάτα, με σκοπό να της νοικιάσουμε ένα κόκκινο Polo. Δυστυχώς, όμως, ο Στέφανος δεν είχε έρθει…

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου