Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Συμβάν σε Οίκο Ανοχής


Ο Φώτης και ο Παντελής πήραν το απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 70. Σειρά είχαν οι εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, γι’ αυτό και πήγαιναν Φροντιστήριο στην περιοχή της Ακαδημίας, στο ύψος της Εμμανουήλ Μπενάκη.

Ακαδημίας, ελάχιστα πιο κάτω από τη Μπενάκη, ήσαν και τα υπόγεια μπιλιάρδα, όπου πήγαιναν στις κοπάνες τους.

Εκείνη τη μέρα, όμως, δεν έκαναν κέφι για μπιλιάρδο. Ήταν η ζέστη, ήταν οι νεανικές ανησυχίες; Ο Παντελής πέταξε την πρόταση:

-Πάμε για μια επίσκεψη στα σπίτια, στο Μεταξουργείο;

-Και δεν πάμε; Θα είναι καμιά καλή να γίνει προκοπή;

-Και τίποτα να μην κάνουμε, θα αλλάξουμε παραστάσεις, θα καθαρίσει και το μάτι μας!

-Θα πάρουμε και δουλειά για το σπίτι!

-Σωστόν!

Κατηφόρισαν κατά την πλατεία Καραϊσκάκη και μπήκαν στις «πονηρές» γειτονιές. Σε ένα παλιό νεοκλασικό, είδαν να τρεμοπαίζει το δηλωτικό του χώρου φωτάκι πάνω από το κατώφλι. Ανέβηκαν την παλιά, γυριστή σκάλα.

Στο κεφαλόσκαλο τους προϋπάντησε η τσατσά:

-Καλώς τα παιδιά!

-Το κορίτσι;

-Τελειώνει και έρχεται.

Κάθισαν με αδημονία σε έναν παλιό καναπέ, στο διάδρομο, και άναψαν τσιγάρο. Κάποια στιγμή ακούστηκε βρύση να τρέχει από το δωμάτιο και σε λίγο η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας φαντάρος, ελαφρώς ταλαιπωρημένος στην όψη.

Ο Φώτης σχολίασε:

-Πάει, τον ζάλισε με τα κόλπα!

Η τσατσά συμφώνησε:

-Είναι καλή, πολύ καλή!

Επιτέλους, φάνηκε και το «κορίτσι». Δηλαδή, όχι ακριβώς κορίτσι. Καθότι απείχε ηλικιακά περί τα τριάντα έτη από την εποχή που ήταν κορίτσι, χώρια που ήταν τόσο πλούσια τα ελέη της, ώστε η σωματοδομή της θύμιζε… Καρπόζηλο*!

Φώτης και Παντελής έσβησαν με μια κίνηση τα τσιγάρα και σηκώθηκαν όρθιοι. Ένιωσαν να τους κόβει κρύος ίδρωτας και άρχισαν σιγά – σιγά να κατευθύνονται προς την σκάλα.

Η τσατσά, έκανε μια προσπάθεια να προλάβει τους πελάτες:

-Πού πάτε αγόρια, γιατί φεύγετε;

Και τότε ο Παντελής, προσπαθώντας να εξηγήσει τις προθέσεις, έκανε το λάθος:

-Ξέρετε, δεν ήρθαμε να παλέψουμε αλλά να γ…;

Το «κορίτσι» εξανέστη:

-Τι λέτε ρε αλήτες;

Και τρέχει προς το δωμάτιο. Ο Φώτης αντιλαμβάνεται πως κάτι κακό θα συμβεί και φωνάζει στον Παντελή:

-Δρόμο!

Πηδάει δυο – δυο τα σκαλιά και τα τελευταία έξι τα περνάει με ένα άλμα, που του γυρίζει το πόδι. Βγαίνει κουτσαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Ο Παντελής είναι ακόμα στη μέση της σκάλας, όταν το «κορίτσι» έχει φτάσει στο κεφαλόσκαλο, κρατώντας στα χέρια της τη λεκάνη με τα απόνερα του ξεπλύματος των… πελατών. Και την αδειάζει απάνω στο κεφάλι του, κάνοντάς τον λούτσα από πάνω μέχρι κάτω!

Στην επιστροφή, ο Παντελής σχολίαζε:

-Πώς θα γυρίσω σπίτι, σε αυτά τα χάλια;

Και ο Φώτης, ψύχραιμος, όπως πάντα:

-Κάτσε να βγούμε κάπου ανοιχτά, να βρούμε κανένα πεζούλι, να σε βαρέσει ο ήλιος να στεγνώσεις. Τσιγάρο κερνάω, γιατί τα δικά σου που μουσκέψανε, θα έχουνε και παράξενη γεύση… Από το υπερμαγκανάτ και τα λοιπά περιεχόμενα στο νερό…

*Καρπόζηλος: Πρωτοπαλαιστής του κατς, εκείνης της εποχής.

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας


Σ.Σ.: Ο Φώτης είναι Αργείτης και συμμαθητής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου