Τεράστιο το θέμα της καθαριότητας και της συντήρησης των
τροφίμων, ακόμα και στις μέρες μας, που παρά την αυστηροποίηση των όρων
υγιεινής, παραμένει ακόμα επίκαιρο.
Παλιά, που δεν υπήρχαν τα ψυγεία, υπήρχαν διάφορες πρακτικές
μέθοδοι, όπως το πάστωμα με αλάτι, το κάπνισμα, το λιάσιμο, κ.ά.
Ο κόσμος φρόντιζε να καταναλώνει άμεσα κρέατα και γαλακτοκομικά*, και για προσωρινή προστασία
μέχρι την κατανάλωση, χρησιμοποιούσαν στα σπίτια το φανάρι, για να αερίζονται τα
τρόφιμα, και με την ψιλή σήτα που καλυπτόταν, να προφυλάσσονται από τις μύγες
και τα άλλα ζούδια, ιπτάμενα ή έρποντα.
Φανάρι
Κάπου κατά την δεκαετία του ‘50, άρχισε να μπαίνει στα
σπίτια μας το ψυγείο του πάγου. Γεννημένος το 1956, θυμάμαι, σαν όνειρο, τον
παγοπώλη, που έφερνε από το Άργος στη Δαλαμανάρα τις κολώνες τον πάγο από τα
ψυγεία (Λέκκας, Καράμπελας).
Ψυγείο του πάγου
Ακολούθησαν τα ηλεκτρικά ψυγεία και εξαπλώθηκαν, ειδικά
όταν περί τα τέλη του ’60, αρχές ’70, ολοκληρώθηκε το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας.
Πάντα, όμως, υπήρχε και διατηρείται ακόμα, η φοβία ως προς
την ποιότητα, την καθαριότητα και την σωστή συντήρηση των τροφίμων, ειδικά των
ευαίσθητων (κρέατα, ψάρια, τυριά). Φοβία που έλκει τις ρίζες της από το
παρελθόν, για αντικειμενικούς λόγους συντήρησης, αλλά και που εδράζεται στην
κακή νοοτροπία κάποιων επαγγελματιών (χασαπάδων, μπακάληδων, ιχθυοπωλών).
Το περιστατικό συνέβη σε χασάπικο ημιορεινής κωμόπολης, κάπου την δεκαετία του ‘70. Ο κύριος Ηλίας, που ήταν από τα μέρη
αλλά έμενε και εργαζόταν στην Αθήνα, είχε πάει για διακοπές και πεθύμησε να
φάει ντόπιο κρέας. Κίνησε, λοιπόν, για το χασάπικο του Μήτσου.
Βρήκε το μαγαζί ανοιχτό αλλά δεν έβλεπε μέσα τον χασάπη.
Έβαλε μια φωνή και άκουσε την απάντηση από το… «μέρος». Ο Μήτσος έκανε το «ψιλό»
του.
Όταν βγήκε – βρύση μέσα δεν ακούστηκε – τον είδε να
ανεβάζει το φερμουάρ του παντελονιού και στη συνέχεια να σκουπίζει τα χέρια του
στην ποδιά του.
-Τι να σου βάλω κυρ Ηλία;
-Έχεις ντόπιο χοιρινό;
-Μόλις σφάξαμε.
-Κόψε τέσσερις μπριζόλες καρέ.
Έβαλε το χοιρινό ο Μήτσος στον πάγκο και άρχισε να κόβει τις
μπριζόλες. Ο κύριος Ηλίας τον κοίταξε με φρίκη και παρατήρησε:
-Καλά, πήγες στην τουαλέτα για κατούρημα, έπιανες το
πουλί σου και τώρα μου πιάνεις το κρέας που θα φάω;
-Μα το πουλί μου είναι καθαρό!
-Πώς είναι καθαρό;
-Σάματις, σερνότανε κατά γης;
Το μεσημέρι, ο γερμανικός ποιμενικός του κυρίου Ηλία
έκανε «πάρτι» με τις χοιρινές μπριζόλες. Αυτός με την γυναίκα του βάλανε και
φάγανε φακές. Που έχουν και σίδηρο και είναι υγιεινές!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
*Όσον αφορά τα αλιεύματα, εκείνη την εποχή, τα φρέσκα μπαίναν
αμέσως στο τηγάνι. Στα δε χωριά είχε την τιμητική του, αποκλειστικά, ο παστός μπακαλιάρος.
Σαν συγγραφέα σε παραδέχομαι. έχεις έφεση. Σε διαβάζω. αυτό θα το φέρω στο blog ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ. Κάνω, επιτέλους, αυτό που έπρεπε να κάνεις κι εσύ από καιρό σε επίπεδο λαογραφίας.
ΑπάντησηΔιαγραφή