Η παρέα των εν δυνάμει αρχαιοκάπηλων έκανε συχνές εξορμήσεις σε περιοχές όπου υποψιάζονταν ή είχαν ακούσει φήμες πως υπήρχαν αρχαία, κατά προτίμηση νομίσματα. Και για σιγουριά επεδίωκαν πάντα να συνεργάζονται με ντόπιους για να ξέρουν πού πηγαίνουν αλλά και για να αποφεύγουν τις κακοτοπιές.
Έλα, όμως, που κάποιες φορές
προέκυπταν αθέμιτοι παράγοντες που τους αποσυντόνιζαν στο… «έργο» τους. Όπως
συνέβη και στην ιστορία μας.
Είχαν κινήσει ξανά για το
χωριό, όπου ο άνθρωπός τους τούς είχε ειδοποιήσει ότι είχε ένα σίγουρο μέρος,
στο προαύλιο εκκλησίας, που δεν το είχαν ψάξει στις προηγούμενες εξορμήσεις.
Συγκεντρώθηκαν το λοιπόν τέσσερις νοματαίοι στο σπίτι του και άρχισαν να
καταστρώνουν το σχέδιο δράσης. Μόνο που ο ένας απ’ αυτούς, ο Μήτσος, δεν
συντονιζόταν, μιας και το μυαλό του έτρεχε αλλού. Και κάποια στιγμή
εκμυστηρεύτηκε τις σκέψεις του στον κολλητό του:
«Τραβάτε εσείς να ψάξετε κι
εγώ θα μείνω εδώ!».
«Πώς θα μείνεις εδώ και
γιατί;».
«Ένα δαιμόνιο* μού
τριβελίζει το μυαλό και το μόνο που σκέφτομαι είναι η βλαχούλα, του
σπιτονοικοκύρη. Θα προφασιστώ κοιλόπονο, να μείνω πίσω, μπας και την
ξεμοναχιάσω!».
«Ρε, έλα στα συγκαλά σου, μη
γίνει καμιά στραβή και μας ντουφεκίσει όλους ο βλάχος!».
Τίποτα αυτός, ανένδοτος.
Έτσι, κάποια στιγμή έπιασε την κοιλιά του και άρχισε να μουγκρίζει:
«Αμάν, Παναγία μου, η κοιλιά
μου με σφάζει!».
Τρομαγμένοι οι υπόλοιποι τον
περικύκλωσαν να δουν τι έχει. Μέσα στα βογγητά του τούς καθησύχασε:
«Μού ‘πεσε βαρύ το παστό που
έφαγα το μεσημέρι. Δεν έπρεπε να το φάω. Πάντα με πειράζει. Να πιώ ένα τσάι του
βουνού και σε μια ώρα θα είμαι περδίκι!».
Μια ώρα; Ποιος περίμενε μια
ώρα; Ήταν ήδη περασμένες έντεκα. Να κάθονταν μαζί του θα χάνανε τη νύχτα…
Ο χωριάτης έδωσε τη λύση:
«Κάτσε να σου φτιάξει το
τσάι η κυρά κι εμείς να πάμε, μπας και σήμερα κάνουμε προκοπή…».
Τον άφησαν και φύγανε.
Προκοπή, όμως, δεν κάνανε και κατά τις δυο μετά τα μεσάνυχτα επέστρεψαν
άπραγοι.
Τον βρήκανε να πίνει καφέ
και να καπνίζει.
«Σού πέρασε ο κοιλόπονος;»
ρώτησε με ενδιαφέρον ο σπιτονοικοκύρης.
«Ουου, μετά το πρώτο τσάι!».
Μη έχοντας κάτι άλλο να
κάνουν, ετοιμάστηκαν, μάζεψαν τα σέα τους, ευχήθηκαν «καλό ξημέρωμα» και
κίνησαν για να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ανά δυο μοιράστηκαν στα αυτοκίνητα. Ο
Μήτσος με τον κολλητό του στο ένα και οι άλλοι στο δεύτερο. Στο δρόμο, όπως
ήταν φυσικό, δέχτηκε την ερώτηση:
«Τι έγινε με τη βλαχούλα,
έφαγες, έφαγες;».
«Μπα, πού τέτοια τύχη. Δεν
τσίμπαγε η άτιμη και δεν το προχώρησα…».
Ο κολλητός δεν άντεξε και
τού πέταξε τη μπηχτή:
«Ε, τότε, καθώς θα πας να
κοιμηθείς μαγκούφης, ζήτα τα ρέστα από το δαιμόνιο, που σε κορόιδεψε!».
…………………..
*Δαιμόνιο: Εσωτερική θεϊκή
ύπαρξη ή παρόρμηση.
Γιώργος
Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου