Τον πατέρα μου το Νίκο τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα αλλά παρ’ όλο που μας άφησε κοντά ενενήντα τεσσάρων χρονών, δεν τον χόρτασα ούτε ποτέ κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί του. Σαράντα ένα τα χρόνια της διαφοράς μας, τίποτε άλλο…
Τον πατέρα μου το Νίκο τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα αλλά παρ’ όλο που μας άφησε κοντά ενενήντα τεσσάρων χρονών, δεν τον χόρτασα ούτε ποτέ κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί του. Σαράντα ένα τα χρόνια της διαφοράς μας, τίποτε άλλο…
Είναι καλοκαίρι του 1974, οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και οι εδώθε κρατούντες έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Όσοι δεν ξέρουν ετοιμάζονται για πόλεμο και όσοι ξέρουν κάνουν το κορόιδο και ετοιμάζονται να παραδώσουν την εξουσία στον Καραμανλή, που τους περιμένει από τον περασμένο Νοέμβρη…
Ήταν η εποχή που ακόμα τα αυτοκίνητα έφερναν ένα γύρω την πλατεία τού Αγίου Πέτρου στο Άργος, λίγο παραδίπλα, νοτιοανατολικά, ήσαν τα ΚΤΕΛ και ο Σταύρος με τα σουβλάκια του και δυτικά το πάρκο, με το ΚΑΖΙΝΟ τού Τάκη τού Καλαντζή και την οδό Δαναού, που πέρναγε μπροστά του, ελεύθερη στην κυκλοφορία των οχημάτων.
Ο Τάκης, καλός επαγγελματίας, με μαγαζί στο κέντρο του Άργους, είχε την ατυχία, σε μια στραβή, να σπάσει το πόδι του. Ταλαιπωρία, χειρουργείο, γύψος και, φυσικά, μέχρι να δέσει το κόκκαλο να πρέπει να κάτσει μακριά από το μαγαζί.
Το σπίτι μου στη Δαλαμανάρα βρίσκεται σε απόσταση εκατό μέτρων από τον δρόμο Άργους – Ναυπλίου. Ο δρόμος – ιδιωτικός – ξεκινάει απέναντι από το βενζινάδικο, φτάνει στο σπίτι μου και πάει ακόμα άλλα σαράντα μέτρα, περίπου, παρακάτω.
Η παρέα των κυνηγών θησαυρών προσπαθούσε να αξιοποιεί τις προσωπικές γνωριμίες, σε διάφορα χωριά, ώστε να έχει την όσο δυνατόν καλύτερη πληροφόρηση για το πού υπήρχαν αρχαία χαλάσματα και τάφοι αλλά και πού είχε ακουστεί πως οι αντάρτες είχαν κρύψει χρυσές λίρες από την κατοχή.
Πριν προχωρήσω σε περιγραφές περιστατικών με «ήρωες»
ερασιτέχνες… αρχαιολόγους, διψασμένους για το εύκολο κέρδος, οφείλω να
διευκρινίσω πως πάσα ομοιότης με πρόσωπα, γεγονότα και τόπους θα πρέπει να
θεωρηθεί συμπτωματική.