Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Μεσ' στο υπόγειο καπηλειό - Μια εποχή που πέρασε...


Είχε μπει για καλά ο Οκτώβρης, που κράταγε ζεστός εφέτος. Ο Βάγγος, ο ταβερνιάρης, ένας απ’ τους πολλούς της αγοράς, δεν ήτανε στα κέφια του απόψε. Και δεν είχε και λόγο να είναι. Το απόγευμα που άνοιξε, μετά από δυο ώρες που έγειρε να κοιμηθεί πίσω από τον πάγκο το μεσημέρι, που τράβηξε σε μάκρος λόγω της λαϊκής, ξεκίνησε με ανάποδο ποδαρικό. 

Ο Πατατούκας, ο μπεκρής της πλατείας, που χειμώνα – καλοκαίρι κυκλοφορούσε με μια ξεθωριασμένη και για χρόνια άπλυτη πατατούκα ριγμένη στους ώμους του, καθώς έκανε να κατεβεί τα σκαλιά του υπόγειου καπηλειού, περδικλώθηκε απ’ τη σούρα του στο κεφαλόσκαλο και ήρθε και έσκασε σα σακί με πατάτες στο πλακόστρωτο. Ευτυχώς που ήταν χοντροκόκαλος, και το μαγαζί δεν είχε ακόμα πελάτες. Σηκώθηκε, σα να μην έτρεχε τίποτα, έκανε πως ξεσκονίστηκε και χασκογελώντας πλησίασε με ανοιχτό χέρι τον Βάγγο, που δεν είχε συνέλθει ακόμα από τη λαχτάρα της κουτρουβάλας…
Και είχε ήδη την έγνοια του Βασίλη απ’ τη Νεμέα, που τον περίμενε από το πρωί να του φέρει το μούστο να γεμίσει το ακριανό βαρέλι, τον «Φούσκα», που έπαιρνε 400 οκάδες και το είχαν ξελιγώσει από το περσινό οι κρασοπατέρες. Δεν είχε δώσει ακόμα σημεία ζωής ούτε και του είχε στείλει μήνυμα. Είχε, βέβαια, σε χρήση τα υπόλοιπα τρία των διακοσίων οκάδων αλλά οι εκκρεμότητες έπρεπε να κλείνουν. Ερχόνταν γιορτές…
-Άει σιχτίρ! ξεστόμισε για να ξεσπάσει. Ήταν από τη φύση του αράθυμος.
Κίνησε προς το δωματιάκι, που είχε για κουζίνα πίσω από τον πάγκο. Στη μεγάλη πήλινη λεκάνη ξαρμύριαζε τον μπακαλιάρο Νορβηγίας, ποιότητα ΑΑ, που είχε ψωνίσει από το πρωί στην Αγορά και ετοίμαζε για την παρέα του κυρ Απόστολου, του πρωτοψάλτη, που θα μαζεύονταν να φάνε, να πιούνε και να τραγουδήσουν, όπως γινόταν κάθε Τετάρτη βράδυ. Άπλωσε την ευμεγέθη παλάμη του και έπιασε στο χέρι του ένα ψάρι. «Αφρός» σκέφτηκε, με την ικανοποίηση να παλεύει να του διώξει την κακή διάθεση. Το απίθωσε πάνω στο κούτσουρο και με το κοφτερό μαχαίρι άρχισε να το χωρίζει σε μερίδες, μπόλικες – μπόλικες. Είχε να κάνει με καλοφαγάδες, μα προπαντός καλούς πελάτες. Πήρε και το επόμενο και συνέχισε. Σύνολο τρεις μπακαλιάροι τεμαχισμένοι και έτοιμοι για το κουρκούτι και το τηγάνι είχαν πάρει θέση πλάι στο γκάζι…
Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Ήταν ακόμα νωρίς για την παρέα. Ο κύριος Αργύρης, ο αθηναίος παραγγελιοδόχος, που δούλευε χρόνια με τα εμπορικά της πόλης, είχε τελειώσει με τις παραγγελίες του και τους δειγματισμούς και κατέβαινε να βάλει κάτι στο στόμα του, πριν κινήσει με το κλειστό του Austin για την επιστροφή. Είχε κέφια, οι δουλειές, φαίνεται, πήγαν καλά.
-Καλησπέρα Ευάγγελε!
-Καλησπέρα κύριε Ανάργυρε. Τι καλό να σας ετοιμάσω; Έχω μπακαλιάρο εξαιρετικό!
-Τον ζηλεύω αλλά έχω μια καούρα στο στομάχι και έχω ταξίδι. Μια και έβρεξε μήπως σου φέρανε τίποτα σαλιγκάρια;
-Βεβαίως και τα έχω φτιάξει με φρέσκια ντομάτα και τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι βατικιώτικο.
-Βάλε να το φχαριστηθώ και φέρε μου και από ‘κείνο το μαλαντρενιώτικο γιοματάρι.
-Αμέσως!
Η παρουσία του πρώτου απογευματινού πελάτη λειτούργησε θετικά και στην κίνηση του καπηλειού αλλά και στην αλλαγή της κακής διάθεσης του Βάγγου. Έτσι, σύντομα, άρχισαν να γεμίζουν τα τραπέζια, με πελάτες τακτικούς αλλά και απρόσμενους, όπως τα δυο καινούργια «κορίτσια» που ήρθαν για να δουλέψουν στα «σπίτια» δίπλα στο ποτάμι και τα έφερε να τα τραπεζώσει ένα μαυριδερό, ξερακιανό και λιγδερό μούτρο, με γκρίζο σταυρωτό σακάκι και μουστάκι ποντικοουρά.
-Βλάμη, απευθύνθηκε με ύφος μαρκησίου και βάλε, στον ταβερνιάρη. Φέρε στις ματμαζέλες δυο καλά φιλέτα να φάνε να καρδαμώσουνε. Εγώ θα φάω σ’κώτια. Φέρε και τρεις μπύρες.
Κίνησε ο Βάγγος να εκτελέσει την παραγγελία και το μούτρο σηκώθηκε, πήγε στο τζουκ μποξ και έριξε τρεις δραχμές να παίξει τρία τραγούδια. «Η κοινωνία με κατακρίνει, κανείς δεν μου ‘χει εμπιστοσύνη» ακούστηκε η φωνή της Καίτης Γκρέι..
Κόσμος και κοσμάκης η πελατεία του υπόγειου καπηλειού, που εναλλασσόταν, καθώς η ώρα πλησίαζε για την άφιξη του κυρ Απόστολου και των φίλων του. Σε λίγο, ψηλά από το κεφαλόσκαλο ακούστηκε ο ήχος μπουζουκιού. Ο κυρ Απόστολος, ψηλός, μελαχρινός, γύρω στα πενήντα, δεξιοτέχνης μπουζουκτσής, καλοφαγάς, τραγουδιστής και χωρατατζής μεγάλος, περνούσε το κατώφλι…
-Καλησπερίζω το ευγενές… εκκλησίασμα του πατρός ημών και ποιμενάρχου Ευαγγέλου, εκέκραξε ψαλτικώς, σε ήχο πλάγιο δεύτερο, από το κεφαλόσκαλο.
-Ευλόγησον! Ακούστηκε από διάφορα στόματα, καταφανώς εκπαιδευμένα από τις εβδομαδιαίες εμφανίσεις της παρέας.
-Ιδού η παρέα έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο πότης ον ευρίσκει ευθυμούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρίσκει αδιαφορούντα! Ανταπάντησε ο πρωτοψάλτης και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες, συνοδευόμενος από τρεις φίλους, μόνιμους κι αγαπητούς. Ο ένας γιατρός, ο άλλος φαρμακοποιός και ο τρίτος εισαγγελέας.
Να διευκρινισθεί ότι εκείνη την περίοδο, που πολλοί Μητροπολίτες απαγόρευαν την παρουσία των ψαλτάδων ακόμα και ως θαμώνων σε καφενεία, ο κυρ Απόστολος έχαιρε πρωτοφανούς ασυλίας, ως ανιψιός από αδελφή Μητροπολίτου του Πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως και νέας Ρώμης… Απέ την Πόλιν ο κυρ Απόστολος, καθηγητής, απόφοιτος της Θεολογικής σχολής της Χάλκης. Από τους απελαθέντες.
-Γειά σου ρε μόρτη, ντελμπεντέρη! τον υποδέχθηκε γεμάτη τσαχπινιά και πρόκληση η φωνή ενός απ’ τα «κορίτσια», που μαζί με το φιλέτο είχαν καταναλώσει παρέα με τον συνοδό, καμιά δεκαριά μπύρες και δυο οκάδες κρασί, κερασμένο από τους γύρω θαμώνες.
Ιπποτικά ο κυρ Απόστολος στράφηκε προς το μέρος της, έκανε μια μικρή υπόκλιση και ανταπέδωσε το κοπλιμάν με… χειροφίλημα!
-Τα σέβη μου ωραία του Πέραν…
Προσπέρασε με αυτοπεποίθηση και στρώθηκε μαζί με τους συνδαιτημόνες του στο τραπέζι που τους περίμενε, όπως πάντα, στη γνωστή γωνιά. Ακούμπησε με στοργή στον τοίχο το μπουζούκι του και χτύπησε παλαμάκια.
-Κτύπος! Ακούστηκε από την πλευρά της κουζίνας η φωνή του Βάγγου, για να δείξει πως τον αντελήφθη και έσπευδε για την παραγγελία.
Έπεσαν τα κλασικά καλωσορίσματα και οι χαιρετούρες και ακούστηκε η αναμενόμενη ενημέρωση περί του εκλεκτού πιάτου που τους ετοίμαζε:
-Σας περιμένει βακαλάος Νορβηγίας, πρώτης ποιότητος, έτοιμος να κάνει τη βουτιά του στο τηγάνι με το λάδι.
-Εύγε Ευάγγελε, ελπίζω μόνον η σκορδαλιά να είναι ελαφριά γιατί ο κύριος εισαγγελεύς έχει δικαστήριο αύριο κι εγώ επίσκεψη σε ασθενείς, επισήμανε ο Δημοσθένης, ο γιατρός.
-Οι υπόλοιποι δεν έχουμε πρόβλημα, τόνισε ο Πέτρος, ο φαρμακοποιός αλλά θα ακολουθήσουμε την επιθυμία των προαναφερθέντων για λόγους συνοχής της παρέας.
-Φέρε μας για αρχή από ‘κείνη την κεφαλογραβιέρα, που είχες την προηγούμενη φορά, πρόσθεσε ο κυρ Απόστολος.
Σερβιρίσθηκαν το κρασί με την κεφαλογραβιέρα και ο Βάγγος προχώρησε να ολοκληρώσει την τελετουργία του τηγανίσματος. Τσουγκρίσαν τα ποτήρια, έγιναν οι αναμενόμενες προπόσεις με τα ανάλογα χωρατά:
-Μια καλή νύφη Απόστολε!
-Να σου γλιτώσει και κανένας ασθενής ω Δημόσθενες!
-Να σε ακούσουμε να ζητάς αθώωση κατηγορουμένου και μια φορά, Δημητράκη – έτσι έλεγαν τον εισαγγελέα – και τι άλλο!
-Να σου πετύχει καμιά φορά εκείνη η αλοιφή για τους κάλους, Πετράκη!
Και η βραδιά κυλούσε όμορφα με προπόσεις, πειράγματα και ηρωικές εφορμήσεις στην πιατέλα με τον φρεσκοτηγανισμένο μπακαλιάρο.
Το τζουκ μποξ έπαιζε εναλλάξ, Ζαγοραίο, Καζαντζίδη, Πόλυ Πάνου, Περπινιάδη…
Η τετράδα των συμποσιαστών είχε σειρά και αρχές στις εξόδους της. Ποτέ δεν συζητούσαν την ώρα που ερχόταν το κυρίως πιάτο και έπιαναν δουλειά τα πειρούνια. Ήταν η ώρα η αφιερωμένη στην γευστική απόλαυση. Την προσοχή αποσπούσε μόνο η ακρόαση των τραγουδιών. Και τα «εβίβα» που βόηθαγαν να κατεβαίνουν οι μπουκιές… Η παρέα χαλάρωνε λίγο πριν το γευστικό φινάλε, οπότε έπαιρναν ανάσα και  εκφραζόταν για το αντικείμενο της ευωχίας που προηγήθηκε:
-Ανάσταση ο μπακαλιάρος κύριοι!
-Μπόλικες οι μερίδες και καλοτηγανισμένος.
- Όπως πάντα, με λάδι καθαρό…
-Και το κουρκούτι του με μαλακό αλεύρι.
Έφτανε, πλέον, η ώρα των κοινωνικών σχολίων, του κουτσομπολιού…
-Καλοβαλμένες οι καινούργιες μανταμίτσες.
-Δεν μπορούσες, το έριξες το χειροφίλημα, σχολίασε ο φαρμακοποιός.
-Εγώ θα αποφανθώ μόλις τις εξετάσω για τα βιβλιάρια, πρόσθεσε ο γιατρός.
-Για τον συνοδό τους έχω αποφανθεί προ πολλού, τον έχω στείλει στην Τίρυνθα εδώ και κάποια χρόνια, συμπλήρωσε ο εισαγγελέας.
-Ως πορνοβοσκό;
-Όχι, ως χρήστη ινδικής καννάβεως!
-Γι’ αυτό μας ρίχνει πλάγιες ματιές;
-Προφανώς.
-Καθάρισε, όπως φαίνεται…
-Μπα, το ποινικό του μητρώο δεν καθαρίζει με τίποτα, τόμος ολόκληρος. Αριστερός στα νιάτα του, είχε εκτίσει θητεία στη Μακρόνησο, εκεί «έδωσε» κάποιους συγκρατούμενους, πέρασε στη δικαιοδοσία της Ασφάλειας, έκανε δήλωση, πήρε συγχωροχάρτι και συνέχισε ως πληροφοριοδότης. Εδώ και κάποια χρόνια δουλεύει με τους οίκους ανοχής, αγαπητικός, προστάτης, νταβατζής, πέσ’ τε τον όπως θέλετε…
-Λουλούδι, μοναχό!
-Και βάλε. Ένα φεγγάρι έκανε και μπράβος στον Πειραιά, στους Κατελάνους.
-Πάντως, για ήσυχος δείχνει τώρα.
-Είναι η φυλακή, είναι κανα δυο στυλιάρια που του έριξαν στα υπόγεια της Χωροφυλακής, είναι η ηλικία που πέρασε, είναι και το μαύρο που σε αποχαυνώνει…
Κοινωνικά σχόλια τέλος, επιτέλους, και η παρέα άρχισε να ετοιμάζεται για το... δεύτερο μέρος της βραδιάς, που περιλάμβανε τραγούδι.
Ήδη είχε σιγήσει το τζουκ μποξ, που δεν είχε τροφοδοτηθεί εκ νέου από το “μούτρο”. Ήταν η κατάλληλη στιγμή.
Ο επί του θέματος ειδικός και μαέστρος της ομήγυρης των τεσσάρων, ο κυρ Απόστολος, πήρε ένα μαχαίρι και κτύπησε συνθηματικά τρεις φορές την άκρη του πιάτου του. Ήταν το συνθηματικό για τους γνωρίζοντες. Απλώθηκε σιωπή.
Καθάρισε τη φωνή του και άρχισε να ψέλνει στεντορίως:
“Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος και λόγον ερεύξομαι, τη βασιλίδι Μητρί...”
Οι ομοτράπεζοι συντονίσθηκαν στην ψαλμωδία, με τον Πέτρο τον φαρμακοποιό, που ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, να κρατά το “ίσο”.
Η υπόλοιπη ταβέρνα, τηρούσε ευλαβική σιωπή, καθώς η παρέα ολοκλήρωνε τις Καταβασίες και συνέχιζε με το Απολυτίκιο του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά (Λόγω των ημερών-18 Οκτωβρίου):
“Ακέστωρ σοφώτατος, ιερομύστα Λουκά, ζωγράφος πανάριστος, της Θεοτόκου Μητρός...”
-Αλληλούϊα, ακούστηκε ιερόσυλη και τραυλίζουσα, εμφανώς μεθυσμένη η φωνή του πορνοβοσκού.
Η ψαλμωδία κόπηκε “μαχαίρι” και μια γενική παγωμάρα έπεσε στην αίθουσα.
-Επανάλαβε ιερόσυλε! πέταξε την πρόκληση προς το μέρος του, πλήρης οργής ο κυρ Απόστολος, ενώ ο Βάγγος έσπευδε από την κουζίνα για να ελέγξει πιθανή παρεκτροπή.
Το “μούτρο” αγνόησε την πρόκληση και παρά την προσπάθεια των κοριτσιών να τον αποτρέψουν από παραπέρα εμπλοκή, σηκώθηκε, βγάζοντας από την τσέπη του κέρματα και κατευθύνθηκε προς το τζουκ μποξ.
-Άντε ν’ ακούσουμε κανένα τραγούδι της προκοπής γιατί αρκετά τον κλάψαμε το μακαρίτη! πρόσθεσε και έριξε στη σχισμή απανωτά τρία κέρματα.
Δεν πρόλαβε, όμως, να πατήσει τα κουμπιά για να πέσουν οι δίσκοι. Ένα θηρίο κοντά στα δυο μέτρα, με πλάτες σαν ντουλάπα δίφυλλη, βρέθηκε ξαφνικά από πίσω του και του τρεσάρισε μια σφαλιάρα στα μούτρα με την χερούκλα του, που τον έστειλε να πέσει απάνω στο διπλανό βαρέλι.
-Α να χαθείς μισοριξιά! του φώναξε.
Ήταν ο Τίμος ο Μπόσικος, φορτοεκφορτωτής στο παζάρι, άνθρωπος ήσυχος, που κανείς δεν είχε δει ως τα τώρα το ξέσπασμά του. Προφανώς γιατί η όλη του κοψιά ήταν απαγορευτική για... παρεξήγηση μαζί του.
Ο σφαλιαρισθείς, που το μούτρο του είχε κοκκινήσει και πήγαινε να μπλαβιάσει από τη σφοδρότητα του χτυπήματος, έσκυψε το κεφάλι και επέστρεψε σαν “βρεγμένη γάτα” στο τραπέζι με τις τρομοκρατημένες ματμαζέλες.
Ο κυρ Απόστολος, εμφανώς ικανοποιημένος και καλμαρισμένος από την εξέλιξη, στράφηκε προς τον ταβερνιάρη:
-Τρεις μπύρες από μένα στο τραπέζι με τις κυρίες!
Η τάξις απεκατεστάθη και το απολυτίκιο απεδόθη εν μέσω κατανυκτικής σιγής του ακροατηρίου.
Διακοπή για να γεμίσουν τα ποτήρια, προπόσεις, και το μπουζούκι πήρε τη θέση του στην παρέα. Ένα γρήγορο κούρδισμα και από τους εκκλησιαστικούς ψαλμούς το πρόγραμμα πέρασε τον... Ινδό ποταμό και κατευθύνθηκε προς την πατρίδα της Ναργκίς:
“Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου, λαχταρώ νά ’ρθεις πάλι κοντά μου.
Από τότε που σ’ έχασα λιώνω, τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο,.. “
Η βραδιά εξελισσόταν σε ινδοανατολίτικο γλέντι:
Σήκω χόρεψε κουκλί μου να σε ‘δω να σε χαρώ
τσιφτετέλι Τούρκικο νιναναη γιαβρουμ νιναναηνα
Η συνέχεια ονειρική. Τα κορίτσια, μεθυσμένα και άλλο τόσο μερακλωμένα, σηκώθηκαν και το ριξαν στο χορό!
Ο Πέτρος, ο φαρμακοποιός, παρασυρμένος από τους ατμούς του οινοπνεύματος κι από το θέαμα, σηκώθηκε, πλησίασε τις κοπέλες, διάλεξε την πιο αφράτη, την ξανθιά και την παρότρυνε να ανεβεί στο τραπέζι. Φυσικά και την βοήθησε. Πάντα... ιππότης.
Το τι έγινε στο καπηλειό δεν περιγράφεται. Αφ’ ενός τα επιφωνήματα:
-Κουκλάρα μου εσύ, δώσ’ τα μανάρα μου!
-Να ‘χα λεφτά στην τράπεζα να τ’ ακουμπήσω στα πόδια σου!
-Αμάν Θεέ τι έφτιαξες!
και άλλα παρόμοια...
Ταυτόχρονα, με πρώτο τον κύριο εισαγγελέα, άρχισαν να φεύγουν τα πιάτα και να προσγειώνονται γύρω από το τραπέζι όπου είχε επικεντρωθεί το ενδιαφέρον όλων.
-Σιγά, με το ρέγουλο, πήγε να γκρινιάξει ο Βάγγος, που έβλεπε να συσσωρεύεται σε θρύψαλα το πιατικό. Να μείνει και τίποτα να σας σερβίρω αύριο...
-Ώχου, καημένε μου, σχολίασε ο κυρ Απόστολος, διακόπτοντας το παίξιμο, άσε τα παιδιά να εκτονωθούν. Θα πάω να σου τα φέρω καινούργια, πρωί πρωί αύριο! Μόνο, μάγκες, όχι σπάσιμο ποτήρια και κοπεί κανένας...
Και ξανάπιασε το όργανο, παίζοντας και τραγουδώντας, με νόημα:
“Χρόνια κλεισμένες στα βελούδινα κελιά του Μαχαραγιά. 
Πιο όμορφες κι απ΄τη Μισιρλού κι απ’ τη Μαντουμπάλα 
κι απ’ τη Τζεμιλέ κι απ’ τη Ζιγκουάλα κι απ’ τη Λεϊλά...”
Μετά από πολλή ώρα, κυριολεκτικά ξελιγωμένες, οι ματμαζέλες έγειραν να κάτσουν στις καρέκλες τους, προς γενική απογοήτευση του αχόρταγου ανδρικού ακροατηρίου.
Ο μόνος που τις συμπαραστάθηκε ήταν ο γιατρός, που σχολίασε:
-Να μην ξεπατωθούνε κι όλας. Να μπορούν να ανταπεξέλθουν αύριο στις ανάγκες της δουλειάς... Θα τις μυριστούνε κι οι βλάχοι και θα κάνουνε ουρά απ’ έξω...
Τα κεράσματα πήγαιναν κι ερχόντουσαν από τραπέζι σε τραπέζι και ήτανε όλοι “μια ωραία ατμόσφαιρα”, κατά πως έλεγε κι ο Ηλιόπουλος στην ατάκα του... Μια μεγάλη... οικογένεια.
Οι μόνοι που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους ήταν το “μούτρο” και ο Τίμος με το... βαρύ χέρι.
Κι εκεί που όλα ήσανε ωραία και καλά, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζονται στο κεφαλόσκαλο δυο χωροφύλακες!
-Ωχ, αναστέναξε ο Βάγγος, που καταλάβαινε πως δεν έρχονταν για καλό.
Κατεβαίνουν, μπροστά αυτός με το σειρήτι, υπενωματάρχης, μαυριδερός, με ελιά στο μάγουλο και μουστάκι ποντικοουρά, πίσω του ένας ξανθομπάμπουρας, νέος, φρέσκος απ’ τη Σχολή.
-Τι χαλασμός κυρίου συμβαίνει εδώ μέσα και παίρνουν οι γείτονες στο Τμήμα και διαμαρτύρονται;
-Τίποτα το ιδιαίτερο καπετάνιο, ήρθανε τα παιδιά στο κέφι και το ρίξανε λιγάκι έξω, προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάσταση ο Βάγγος.
-Και σηκώσατε την περιοχή στο πόδι; Ταυτότητες για εξακρίβωση στοιχείων, γρήγορα!
Ο κυρ Δημητράκης, ο εισαγγελεύς, που δεν βρισκόταν στο οπτικό πεδίο του υπενωματάρχη, εμφανώς ενοχλημένος από την διακοπή, σηκώθηκε και τον πλησίασε από πίσω. Τον χτύπησε στην πλάτη:
-Νεαρέ, να ξεκινήσουμε με την δικιά μου.
Το όργανο γύρισε με οργή για το θράσος του θαμώνα να τον χτυπήσει στην πλάτη και του είπε:
-Και κοίταξε να μην έχεις τίποτα χρεωστούμενα με το Νόμο!
-Δημήτριος Γλυκοφρύδης, εισαγγελεύς Εφετών.
Άσπρισε ο υπενωματάρχης.
-Ε, ε...
-Έξι και ξερός αναιδέστατε! Πάρε τον χωροφύλακα και ξεκουμπίσου αμέσως γιατί σε βλέπω να μετακομίζεις άμεσα πέραν του Στρυμόνος!
-Μάλιστα και συγνώμη για την ενόχληση.
-Ύπαγε!
Με τα τέσσερα ανέβηκαν τα σκαλιά και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ο Βάγγος έσπευσε να κεράσει την παρέα των πέντε με ένα μισόκιλο κρασί και να ευχαριστήσει.
Η ένταση στην ατμόσφαιρα καταλάγιασε, όμως είχε κοπεί και ο ρυθμός της διασκέδασης. Τα κορίτσια έπρεπε να κοιμηθούν γιατί το πρωί είχαν ιατρικές εξετάσεις και μετά θα έπεφτε δουλειά, όλοι, τέλος πάντων, ένοιωσαν πως έφτασε η ώρα της αναχώρησης.
Καληνύχτισαν.
Το άλλο πρωί, έξω από το μαγαζί, ήσαν δυο χαρτοκιβώτια με πιατικά, δώρο του κυρ Απόστολου, για τη ζημιά...

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου