Το 1961 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» σε σενάριο και σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Το σενάριο ήταν διασκευή από το θεατρικό έργο του Νίκου Τσιφόρου «Γάντι και σαρδέλα». Όπου Μίμης Φωτόπουλος και Νίκος Σταυρίδης διαγκωνίζονταν για την καρδιά της Μίλης Ντεκρίση (Σμαρούλας Γιούλη) κόρης ενός πλούσιου εφοπλιστή.
Στην εξέλιξη της ταινίας, εν μέσω ανατροπών και παρεξηγήσεων, οι υποψήφιοι γαμπροί δημιουργούν λανθασμένη εντύπωση για το ποιόν της υποψήφιας νύφης και στο ερώτημα του πατέρα, για το ποιος την θέλει, αρχίζουν να παρουσιάζουν τα αρνητικά του εαυτού τους, για να αποφύγουν τον γάμο. Όπου, στην κορύφωση της αυτοαποκαθήλωσης, ο Μίμης Φωτόπουλος αναφωνεί:
«Εγώ είμαι ναυτικός βρε, έχω βίτσια!»
Και ο Νίκος Σταυρίδης το ολοκληρώνει προσθέτοντας:
«Κι εμένα μου αρέσουν οι ναυτικοί!».
Αυτές οι ανεπανάληπτες ατάκες ήρθαν στο μυαλό μου καθώς ένας παλιός ναυτικός μού έλεγε ιστορίες παροδικών ερώτων, από την ζωή του στα λιμάνια τού κόσμου. Από όλα όσα μού απαριθμούσε κράτησα για σήμερα μια ιστορία που του συνέβη την εποχή που ήταν πρωτόμπαρκος:
«Έχω γυρίσει στον Πειραιά μετά από ένα από τα πρώτα μου ταξίδια και κάνω νταλαβέρι, αυτή μού την έπεσε για να λέμε την αλήθεια, με μία χήρα, λιγάκι σιτεμένη αλλά καλοστεκούμενη και μπάνικια. Απάνω στα μελώματα μού εξομολογήθηκε πως από τον θάνατο του μακαρίτη, έναν χρόνο πριν, δεν είχε θελήσει να κοιτάξει άλλον άντρα. Ήταν, δηλαδή, αδούλευτη πάνω από χρόνο. Όμως, τώρα που με είδε, αφού είχε κάνει και το ετήσιο μνημόσυνο, αποφάσισε να επιστρέψει στις χαρές της ζωής. Κάτι που δεν άργησα να το συνειδητοποιήσω όταν με πέταξε στο διπλό κρεβάτι και όρμησε απάνω μου με λύσσα!
Έβαλα κι εγώ τις μηχανές… πρόσω ολοταχώς και δόθηκε μάχη γερή. Όμως δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες, μια που άμα το γράψεις, που ξέρω πως θα το κάνεις, μπορεί να το διαβάσουν και μικρά παιδιά… Εν πάσει περιπτώσει, κάποια στιγμή, σε μια φάση κορύφωσης απ’ τις πολλές, την βλέπω να τεντώνεται και να μένει… κόκκαλο!
Νέος και άπειρος εγώ, φοβήθηκα μήπως έπαθε τίποτα κακό. Πανικόβλητος κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, τρέχω και στην τραπεζαρία και εκεί βλέπω έναν κουβά σφουγγαρίσματος, που φαίνεται τον είχε γεμίσει για να κάνει δουλειά που έμεινε στη μέση… Τον αρπάζω φουριόζος και της τον αδειάζω απάνω της! Ευτυχώς, μετά το κατάβρεγμα συνήλθε, πήγε και η καρδιά μου στη θέση της.
Όμως, αντί για ευχαριστώ, άρπαξα γερή κατσάδα:
“Καλά βρε άνθρωπέ μου, δεν υπήρχε άλλος, πιο γλυκός τρόπος να με συνεφέρεις παρά με έκανες μούσκεμα μαζί με το κρεβάτι;”.
Και έτσι η σχέση έληξε πρόωρα άδοξα, λόγω… απειρίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου