«Τού κυνηγού και τού ψαρά το πιάτο εννιά φορές είν' αδειανό και μια φορά γιομάτο». Η παροιμία γνωστή και παρ’ όλο που ως τόπο καταγωγής της έχει την Ιθάκη, ουσιαστικά εμπεριέχει μια αλήθεια αποδεκτή όχι μόνο σε πανελλήνιο αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πρόθεσή μου εδώ δεν
είναι να αναλύσω παροιμίες αλλά να καταγράψω πραγματικότητες ως γενεσιουργές φανταστικών
ιστοριών που αγγίζουν τον χώρο της τερατολογίας.
Επειδή, λοιπόν, και
οι δύο ενασχολήσεις, το κυνήγι και το ψάρεμα δεν έχουν να κάνουν με σταθερά
δεδομένα και υπόκεινται σε πολλούς αρνητικούς και αστάθμητους παράγοντες έχει
βγει η φήμη – όχι άδικα - πως κυνηγοί και ψαράδες συνηθίζουν να δίνουν
παραφουσκωμένα και εν πολλοίς υπερβολικά στοιχεία για τα… «κατορθώματά» τους.
Η κουβέντα μεσημέρι
σε καφενείο του Μέρμπακα, όπου ένας ερασιτέχνης ψαράς και ένας κυνηγός κατεβάζουνε
ξεροσφύρι τις μπύρες τους. Αφού έχουνε κοπανήσει από τέσσερα μπουκάλια ο
καθένας τους, ξεκινάει ο ψαράς:
«Τόσα χρόνια που
βγαίνω στη θάλασσα τέτοιο πράγμα δεν μου έχει ξανατύχει. Ήταν τις προάλλες που
φύγαμε με τη βάρκα από την Καραθώνα τρεις νοματαίοι. Περάσαμε αριστερά τον κάβο
μετά τον «Κρασονικόλα», και ρίξαμε δίχτυα. Όταν τα σηκώσαμε, να, μα τον Άγιο
Θοδόση (σ.σ.: κάνει το σταυρό του) δεν το πιστεύαμε. Ανεβάσαμε κάπου τριακόσια
κιλά ψάρια, όλα πρώτο μέγεθος. Ανάρπαστα γίνανε στις ψαροταβέρνες στ’ Ανάπλι.
Δώσ’ μου και μένα μπάρμπα, που λένε…»
Ο άλλος τον κοιτάει
σοβαρός, χωρίς να παίξει το μάτι του. Σερβίρει το ποτήρι του, το σηκώνει, το
αδειάζει και αρχινά:
«Πρέπει να ήταν την
περασμένη Παρασκευή;».
Ο ψαράς
συγκατανεύει, αδειάζοντας κι αυτός το ποτήρι του.
«Κοίτα να δεις
σύμπτωση. Εκείνη τη μέρα, το απόγευμα, έχω βγει μετά το γήπεδο τού Παναριτιού,
μπας και βαρέσω κανένα λαγό. Πράγματι, το σκυλί έβγαλε έναν από τα θάμνα και
του έριξα στο σταυρό. Εκεί, όμως, που πάω να τον μαζέψω ακούω έναν τσοπάνη, που
έβοσκε παραπέρα τα πρόβατα να μού φωνάζει:
“Τι έκανες κακούργε;
Αυτή την εποχή απαγορεύεται το κυνήγι γιατί οι λαγοί είναι γκαστρωμένοι. Θα σε καταγγείλω
στο Δασαρχείο!”.
Γυρνάω κι εγώ το
τουφέκι, σημαδεύω και… νταβρ, πάρ’ τον κάτω το βλάχο! Αλλά, δεν είχα προσέξει
δυο καλόγριες από το μοναστήρι του Άϊ Θοδόση, που μάζευαν χόρτα λίγο πιο κάτω.
Βλέποντας το φονικό άρχισαν να τρέχουν φωνάζοντας προς το μοναστήρι. Τις
σημαδεύω και με δυο τουφεκιές τις αφήνω στον τόπο.
Έλα, όμως, που
εκείνη τη στιγμή ανέβαινε ένα πούλμαν με προσκυνητές για το μοναστήρι.
Σταματάει και αρχίζουν να βγαίνουν, ορμώντας κατά πάνω μου, ο οδηγός, ένας
παπάς και οι επιβάτες φωνάζοντας Τι να κάνω κι εγώ, όπλισα κι άρχισα να σκοτώνω
αράδα!».
«Σιγά, ρε φίλε,
σιγά. Μη με τρελάνεις, που θες να πιστέψω πως καθάρισες σε ένα απόγευμα τόσους
νοματαίους» τον πρόγκηξε ο ψαράς
Και ο κυνηγός:
«Μαλάκα, κατέβαινε
από τα τριακόσια κιλά γιατί θα συνεχίσω να ντουφεκάω μέχρι το βράδυ!».
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου