Ο μπάρμπα Θύμιος, που έμενε στου Μέρμπακα, καμάρωνε πως είχε κάνει στα νιάτα του καπετάνιος στα καράβια. Ξέμπαρκος πια είχε και μια γκόμενα, που, επειδή είχαν ασπρίσει τα μαλλιά της από τα τριάντα της, τη φώναζε Χιόνα. Η Χιόνα δούλευε στο παλιό «Πέραμα» λάντζα.
Ο μπάρμπα Θύμιος δεν έκανε τίποτα. Μόνο έπιανε μια γωνιά απόμερη στο μαγαζί και κάπνιζε στη ζούλα φούντα.
Εκείνο τον καιρό έπαιζε εκεί
ένας μπουζουκτσής, τον λέγανε κι αυτόν Θύμιο - Θυμιάκο για να τους ξεχωρίζουμε
- που έπινε «ψημένο». Τότε ακόμα ο είδος σπάνιζε στην πιάτσα και ο Θυμιάκος
είχε ξεμείνει. Ο μπάρμπα Θύμιος, όμως, τού είχε υποσχεθεί πως θα τού έφερνε από
τα καράβια, με ένα φίλο του καπετάνιο.
Έτσι ο μπουζουκτσής, για να
τον καλοπιάνει, τού έπαιζε το αγαπημένο του άσμα, για να ρίχνει τις στροφές του
όταν άδειαζε η πίστα:
«Απόψε πάλι σκεφτικός
είναι ο γέρο ναυτικός
Τι συλλογίζεται και
αναστενάζει,
τι πόνο κρύβει στη καρδιά,
καραβοτσακισμένος πια».
Όμως ο καιρός περνούσε και ο
καπετάνιος με το «πράμα» πουθενά. Ο
Θυμιάκος ανήσυχος ρωτούσε τον μπάρμπα Θύμιο:
«Τι έγινε ο καπετάνιος; Θα
μας το φέρει, καμιά φορά, το «ψημένο» βλάμη;».
«Θα μας το φέρει σίγουρα.
Τον περιμένω. Πάρε, για την ώρα, έναν «τσιρίλο» να βολευτείς!».
Είχε περάσει ένάμισος μήνας,
όμως, και ο καπετάνιος δεν φαινότανε.
Είχε ξεμείνει κι από φούντα
ο μπάρμπα Θύμιος. Τι να κάνει, λοιπόν; Ήταν που ήθελε ν’ ακούει και το
τραγούδι. Είδε κι απόειδε και έστειλε τη Χιόνα στο μπακάλικο να τού φέρει
κανναβούρι, απ’ αυτό που ταΐζανε τα πουλιά. Το πήρε, το χτύπησε στο χαβάνι, το
έκανε σκόνη και έφτιαξε μερικά τσιγάρα γεμιστά για τον Θυμιάκο. Όσο για να
πάρει την παράτα στην παραγγελιά…
Ο μπάρμπα Θύμιος ήτανε και
ματάκιας. Στην αυλή του που είχε μια μεγάλη στέρνα, είχε κανονίσει και έρχονταν
στους καύσωνες κάποιες από τις καλλιτέχνιδες τού μαγαζιού, τα πέταγαν και
χώνονταν μέσα να δροσιστούνε.
Εκείνος καθισμένος σε μιαν
άκρη απολάμβανε το θέαμα, πίνοντας τα τσιγάρα του που τού τα έφτιαχνε η Χιόνα
και σχολίαζε, φιλοσοφώντας:
«Αυτό είναι. Να πάρεις καλή
γυναίκα, να στρίβει και να πίνει!».
Όμως το πράγμα δεν κράτησε για πολύ. Το πήρε χαμπάρι η γειτονιά και έγινε σούσουρο. Έτσι, μια μέρα που είχε βάλει την πομόνα να γεμίσει με φρέσκο νερό τη στέρνα, καθώς οι καλλιτέχνιδες γδύνονταν, τούς έκαναν ντου κάτι γειτόνισσες με τα σκουπόξυλα και όπου φύγει – φύγει! Μετά απ’ αυτό, τα μπάνια στην «πισίνα» τού μπάρμπα Θύμιου και το συνεπακόλουθο… «μάτι» έλαβαν πρόωρο τέλος…
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου