Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Τότε που χάσαμε τον Κόκκορη…


 Ήτανε στα μέσα του Γενάρη του 1999, όταν χτύπησε το τηλέφωνο:

-Ο Κόκκορης, ο καραγκιοζοπαίκτης ήταν φίλος σου;

-Δεν ήταν, είναι και παραμένει!

-Άκουσα ότι πέθανε…

Ήξερα πως πάλευε με την παλιαρρώστια, μα ήθελα να πιστεύω πως θα τα κατάφερνε… Άλλωστε, παραμονές Χριστουγέννων συναντηθήκαμε στο Άργος, όπου, περιχαρής και κάνοντας σχέδια για το μέλλον, μου ανακοίνωσε πως επιτέλους, τον είχαν δεχτεί στον Σύλλογο Καραγκοζοπαικτών.

Μη θέλοντας να αποδεχτώ, λοιπόν, πως ο φίλος μου μας άφησε, έσπευσα στο σπίτι του, στην Πρόνοια Ναυπλίου. Ακολούθησαν δυο δημοσιεύσεις μου στον ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ.

Η πρώτη στις 20-1-1999, με τίτλο «Χάσαμε τον Κόκκορη», όπου είχα την φωτογραφία μιας δικής του φιγούρας τού Σταύρακα, που μου είχε χαρίσει και έγραφα:

Τον βρήκα ξάπλα, στη μέση του σαλονιού να το παίζει... πεθαμένος. Σκύβω και του ψιθυρίζω στ' αυτί, πάνω από το σκουλαρίκι: «Κόψε τις μαλακίες. Τους κοψοχόλιασες όλους!»

 «Πάψε βλάκα»,  μου είπε, σιγανά για να μην ακουστεί, «έχω το σκοπό μου». «Λέω να την κάνω μια βόλτα κατά τον άλλο κόσμο να βρω το Σταύρακα. Ξέρεις,  χάθηκε από τη πιάτσα. Θα τον βρω και θα γυρίσω».

 «Μη το κάνεις, μόνο, όπως τότε που πήγες για τσιγάρα και χάθηκες κάτι τέρμινα»!

Μεταξύ μας, παρόλο που τον πίστεψα, αγωνιώ μήπως το φιλαράκι μου ο Γιάννης ο Κόκκορης χαθεί εκεί πάνω (τώρα πάνω είναι,  κάτω είναι, όρκο δεν παίρνω. Κανείς δεν γύρισε να μας πει…).

«Γιάννη πρόσεχε εκεί που πας!»


Στη συνέχεια, στις 15-2-1999 ακολούθησε η δεύτερη δημοσίευση, υπό μορφή έργου του Θεάτρου Σκιών:

 

Θίασος Θεάτρου Σκιών – Νέο Έργο

Ο Κόκκορης στο μεγάλο ταξίδι

(Αναζητώντας τον Σταύρακα)

Έργο ηρωικό και πένθιμο, με γέλια μέχρι δακρύων!

 

ΣΚΗΝΗ 1η

Αριστερά βλέπουμε βράχια. Δεξιά μια μεγάλη πόρτα. Ακούγεται μια αγριοφωνάρα να τραγουδά και εμφανίζεται ένας τύπος κοντός, με σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί και με έναν τζουρά στα χέρια:

«Άνοιξε Πέτρο, άνοιξε,

λίγο να ξαποστάσω.

Από τη γη ως τον ουρανό,

ξεψύχησα να φτάσω...»

Πλησιάζει την πόρτα και χτυπά:

-Ε, εσείς από μέσα, ανοίξτε μου που ’μαι από ’ξωωωω!

-Ποιός κρούει την θύραν;

-Εγώ!

-Και ποιός είσαι εσύ;

-Ο Κόκκορης από τ’ Ανάπλι,

-Ρε αει κάνε πέρα να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες στο λιμάνι, που θα μας πεις πως είσαι ο Κόκκορης. Ο Κόκκορης έχει ακόμα πολλά ψωμιά για να φάει.

-Βρε ο Κόκκορης είμαι και δεν πέθανα. Σε αποστολή είμαι.

Η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ο Άγιος Πέτρος. Τον περιεργάζεται απορημένος και τον ρωτά:

-Σε τι αποστολή είσαι παιδί μου;

-Για να φάω ψωμάκι, όπως λες Άγιε μου, θα πρέπει να δουλέψω. Και ξέρεις τι δουλειά κάνω; Είμαι Καραγκιοζοπαίχτης. Και με πιστοποίηση πλέον! Γραμμένος στο Σωματείο.

-Σώπα!

-Να σε θάψω!

-Και τι έπαθες;

-Έχασα έναν βασικό μου συνεργάτη και τον ψάχνω.

-Τον Χατζηαβάτη;

-Σιγά μην έχανα τον ρουφιάνο και πάθαινα στέρηση. Ρουφιάνους να δουν τα μάτια σου στην περιοχή μας!

-Ε, τότε ποιός σου λείπει;

-Μου λείπει ο Σταύρακας, ο μάγκας, ο ντερβίσης.

-Και ποιός σου ’πε πως είναι εδώ;

-Αφού δεν είναι κάτω; Χάθηκε σου λέω. Γεμίσαμε όλο γιαλαντζί μάγκες και λιμοκοντόρους!

-Λάθος κάνεις. Δεν είναι εδώ.

-Και πού είναι τέλος πάντων;

-Στον Οξαποδώ!


ΣΚΗΝΗ 2η

 

Αριστερά παραμένουν τα βράχια και δεξιά υπάρχει ένας… φούρνος.

Ο Κόκκορης πλησιάζει και φωνάζει:

-Ε, εσείς από το... ψητοπωλείο!

-Τι θες, δεν παίρνουμε άλλους. Φουλάραμε!

-Δεν ήρθα για να ’ρθώ και να μπω μέσα. Ήρθα να πάρω!

Η πόρτα ανοίγει και βγαίνει ο Βεελζεβούλης.

-Τι θες εσύ εδώ;

-Ήρθα να πάρω το Σταύρακα.

-Αυτόν τον χασικλή; Να τον πάρεις γιατί μου χαλάει το μαγαζί. Όλο ανακατωσούρα και βαβούρα είναι.

-Δηλαδή δεν τον θέλεις;

-Όχι!

-Και τότε γιατί τον έχεις εδώ;

-Από παρεξήγηση.

-Να τον περιμένω να μού τον στείλεις έξω;

-Αμέσως!

Ακούγεται φασαρία από μέσα.

-Μη, διάολε, άσε κάτω τον άργιλέ!

-Όξω ρε και άσ’ τα πράγματα εδώ.

-Δεν πάω πουθενά χωρίς τα τσαμασίρια μου.

-Διαόλοι!

-Διαταγές σατανικότατε.

-Πετάχτε αμέσως έξω από το μαγαζί τον Σταύρακα. Το ρεμπεσκέ!

Ακούγεται κλωτσοπατινάδα και ο Σταύρακας απογειώνεται και σκάει πάνω στο κεφάλι του Κόκκορη.

-Αχ μανούλα μου, τι ήταν αυτό που μου ’ρθε κατακέφαλα;

-Ωχ, το αφεντικό!

-Ρε συ, ο Σταύρακας! Που ήσουν ρε τόσο καιρό και σε ψάχναμε;

-Τι να σου πω αφεντικό, την πάτησα,

-Δηλαδή;

-Να, μια μέρα μετά από την παράσταση είχα καθίσει κουρασμένος στην πλατεία Συντάγματος.

-Και;

-Και εκεί που καθόμουν, πιάνω μια κουβέντα που κάνανε δυο Αλβανοί και μιλούσανε για φούντα!

-Α, να χαθείς!

-Σοβαρά. Γυρνάω που λες και τους αρωτάω, πού βρίσκονται τα... φυτά. Αν είναι κοντά ή μακριά.

-Και τι σου απάντησαν;

-Είναι, μου είπαν, στου διαόλου τη μάνα.

-Κι εσύ τι έκανες;

-Αποφάσισα να πάω. Που να μην έσωνα.

-Τι έπαθες μωρέ;

-Λέω μέσα μου: Πού να ‘ναι, άραγε, του διαόλου η μάνα; Και απαντάω αυτοπροσώπως: Λογικά, στο βάθος της Κόλασης. Ορθόν;

-Στέκει.

-Και το έκοψα κατά ‘κει;

-Τον δρόμο πώς τον βρήκες;

-Ρώτηξα τον παπά της ενορίας μου. Οι παπάδες τον ξέρουν απ’ έξω το δρόμο για την Κόλαση. Τον βρίσκουν χωρίς χάρτη!

-Και;

-Εκεί που πήγα, στου διαόλου τη μάνα, αφού πέρασα τις φωτιές και τα καζάνια και τις θάλασσες το σκατό, βλέπω ένα ρουμάνι με κάτι σκιερά πλατάνια κι ανάμεσά τους κάτι καναβουριές, ίσα με τρία μέτρα η κάθε μία.

-Και μετά και μετά;

-Και από κάτω κάτι μάγκες με μπουζούκια και μπαγλαμάδες να το ’χουν στρώσει στο γλέντι. Γυρνάω, που λες, στον σατανά για τα θελήματα, που με συνόδευε, και του λέω: «Καλά είμαι ‘δω. Παράτα με και φεύγα!» Φεύγει αυτός και εγώ κάνω κατά κάτω. Ξέρεις, τα γνωστά. «Γιαχαραντάν μάγκες, τι έχουμε εδώ πέρα» και τα λοιπά. «Άραξε» μου λένε κι αυτοί «και σερβιρίσου μόνος σου».

-Άντε!

-Ναι, αλλά μη βιάζεσαι. Κάνω έτσι και κατεβάζω μια φούντα, κόβω ένα κομμάτι, στρίβω ένα τρομπόνι και γυρνάω στο διπλανό μου. «Μάγκα», του λέω, «δώσε μου τη φωτιά σου». Και τι μου απαντάει τότε αυτός;

-Τι;

-«Βλάμη», μου λέει, «άμα είχαμε φωτιά, εδώ θα ήτανε Παράδεισος!»

-Δηλαδή;

-Τι δηλαδής; Δεν το αντελήφθης; Έπεσα στην Κόλαση των χασικλήδων. Κοινώς, την πάτησα. Και πώς μου βρέθηκε ένας τουριστικός ναργιλές και πιπιλάω το ξεροτσίμπουκο, να ξεγελάω τη χαρμάνα… Μέχρι τώρα που με βρήκες. Στέγνα, μάγκα μου. Ευτυχώς, λοιπόν, που ήρθες να με πάρεις έγκαιρα. Θα έσκαγα εδώ πέρα.

-Δηλαδή, φύγαμε Σταύρο;

-Φύγαμε Γιάννη μου και γρήγορα!

 

Υ.Γ. Μέχρι εκεί ήταν η πληροφόρηση. Ακόμα τους περιμένουμε στ’ Ανάπλι. Κάποιος φίλος Αλβανός μάστορας υποστήριξε πως τούς πήρε μάτι, καθώς πέρναγε με την... Mercedes, σε ένα ρέμα κοντά στο Λαζαράτι, να έχουν αράξει στη σκιά κάτω από κάτι φυτά ενδημικά…


Κι οι φίλοι τον προσμέναμε έξω από το μαγαζί του....

Σημειώσεις: Στις αρχικές δημοσιεύσεις έκανα αρκετές συμπληρώσεις σε αυτή την ανάρτηση. Η φωτογραφία τους Σταύρακα είναι αυτή που προανέφερα. Η φωτογραφία του Γιάννη χωρίς γένια έφτασε στα χέρια μου από τον εξάδελφό του Ηλία Μώρο, που κράτησε για αρκετό καιρό μετά απ’ αυτόν το εργαστήρι του. Τον ευχαριστώ από καρδιάς. Οι υπόλοιπες ήσαν ευγενής προσφορά από την εξαιρετική ομάδα του Facebook «Παλαιές Φωτογραφίες του Ναυπλίου» (Αρχείο Γιώργου Καρατάσου). Κι εδώ οι θερμές ευχαριστίες μου. Το σκίτσο του «Σταύρακα παίζοντα κύβους», που παραθέτω, υπήρχε στην δεύτερη δημοσίευση. Αυτό, μαζί με κάποια άλλα, το είχε φτιάξει το 1993 για τις ανάγκες του εργαστηρίου Φιγούρας του Θεάτρου Σκιών, που είχε οργανώσει στα πλαίσια του Παιδικού Μουσείου «Σταθμός» του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, το 1993.

 

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

ΑΚΟΜΑ:

Κόκκορης: Μάνα θα πάω για τσιγάρα!

Αντί για Κόκκορας κρασάτος, θα γινόταν… Κόκκορας ψητός!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου